διαβολή

διαβολή
διαβολ-ή, , (διαβάλλω v)
A false accusation, slander, Epich.148;

ἐπὶ διαβολῇ εἰπεῖν Hdt.3.66

,73;

δ. λόγου Th.8.91

; διαβολὰς ἐνδέχεσθαι, προσίεσθαι, to give ear to them, Hdt.3.80, 6.123; διαβολὰς ἔχειν ὡς . . to have it slanderously said that . ., Isoc.8.125;

ὀνείδους καὶ δ. τυγχάνειν Lys.25.6

; ἐνδ. καθεστηκέναι ibid.;

διαλύσειντὴνδ. Th.1.131

: of charges not necessarily false or malicious, δ. ταῖς ἐμαῖς the accusations which I bring, E.Andr.1005, cf. Isoc.1.17; τὰ πρὸς διαβολὴν κυροῦντα tending to discredit, Plb.12.15.9, cf. 2.11.4; ἐμὴ δ. prejudice against me, Pl. Ap.19b;

δ. εἰς ἐμέ And.1.30

;

δ. καθ' αὑτοῦ παρέσχεν Plu. Them.4

, cf. Phryn.Com.58; opp. δόξα, ill-repute, Men.723; δ. λῦσαι καὶ ποιῆσαι remove, create prejudice against an antagonist, Arist.Rh.1415a27;

δ. ἀπολύεσθαι D.H.6.59

.
II (

διαβάλλω 111

) quarrel, enmity,

κατὰ τὰς ἰδίας δ. Th.2.65

;

ἡ πρὸς τὸ συγγενὲς δ. Plu.2.479b

; ἡ πρὸς θάνατον δ. fear, aversion from it, ib.110a: c. gen.,
δ. τοῦ πάθους ib.456b; εἰς διαβολήν τινος to withstand them, LXX Nu.22.32.
III (

διαβάλλω v111

) legal obligation(?), Leg.Gort.9.35.
IV fraud, Sch.Ar.Pl. 373.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαβολῇ — διαβολή false accusation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολή — false accusation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολή — η (AM διαβολή) συκοφαντία, ψευδής κατηγορία αρχ. 1. έριδα, αποστροφή, εχθρότητα 2. δόλος, εξαπάτηση 3. κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • διαβολή — η ψεύτικη και προσβλητική κατηγόρια, η συκοφαντία, η δυσφήμηση: Προσπαθεί να πάρει τη θέση μειώνοντας τους συναδέλφους του με διαβολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβολῆι — διαβολῇ , διαβολή false accusation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολαῖς — διαβολή false accusation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολαῖσι — διαβολή false accusation fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολαί — διαβολή false accusation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολῆς — διαβολή false accusation fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολήν — διαβολή false accusation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολῶν — διαβολή false accusation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”